Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας

  • 1 μεταιρω

        эол. πεδαίρω
        1) переносить, уносить
        2) (тж. πεδαίρειν κῶλον или πόδα Eur.) уходить, удаляться
        3) похищать
        

    (νέους Eur.)

        4) аннулировать, отменять
        

    (ψήφισμα Dem.)

    Древнегреческо-русский словарь > μεταιρω

  • 2 ξυναναβαινω

        1) вместе в(о)сходить
        

    σ. τινὴ τὸ ἅρμα Luc.вместе с кем-л. садиться в колесницу

        2) вместе отправляться (вглубь страны)
        οἱ τῷ Κύρῳ συναναβάντες Xen., Isocr. — те, которые отправились с Киром внутрь страны

    Древнегреческо-русский словарь > ξυναναβαινω

  • 3 συναναβαινω

        1) вместе в(о)сходить
        

    σ. τινὴ τὸ ἅρμα Luc.вместе с кем-л. садиться в колесницу

        2) вместе отправляться (вглубь страны)
        οἱ τῷ Κύρῳ συναναβάντες Xen., Isocr. — те, которые отправились с Киром внутрь страны

    Древнегреческо-русский словарь > συναναβαινω

  • 4 μερος

         μέρος
        - εος τό
        1) часть, доля
        

    (τὰ τοῦ σώματος μέρη Plat.; εἰς ἡμέρας μ. βραχύ Soph.)

        μετέχειν τὸ μ. τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν Lys. — делить невзгоды и радости;
        τὸ τρίτον μ. Thuc. — треть;
         обычно в — дробях указывается только числитель, а знаменатель подразумевается большим на единицу:
        τὰ δύο μέρη Thuc. — две трети;
        τὰ ὀκτὼ μέρη Sext. — восемь девятых;
        μ. τι Thuc. или κατά τι μ. Plat. — частично, отчасти;
        κατὰ μ. и κατὰ μέρη Plat. или ἐκ μέρους NT. — по частям, поодиночке, порознь;
        κατὰ τὸ πολὺ μ. и μέγα μ. Plat. — в большой части, значительно;
        τὸ πλεῖστον μ. Diod. — большею частью;
        πρὸς μ. Dem. — соразмерно, пропорционально

        2) сторона, личность
        

    τοὐμὸν μ. Eur. — что касается меня;

        (ὅσον) τὸ σὸν μ. Soph. или κατὰ τὸ σὸν μ. Plat. — что касается тебя, ты лично

        3) перен. часть, отношение
        

    κατὰ или περὴ τοῦτο τὸ μ. и ἐν τούτῳ τῷ μέρει Polyb., NT.в этом отношении

        4) роль, значение, положение, тж. должность, место
        

    ἐν μέρει τινὸς τιθέναι (λαβεῖν, ποιεῖσθαί) τινα Plat.считать кого-л. кем(чем)-л.;

        ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Dem. — не иметь никакого значения;
        ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι Thuc. — выдвигаться на почетные места в зависимости от сословного положения;
        ἐν προσθήκης μέρει Dem. — в качестве придатка;
        ἐν ἀρετῆς μέρει τιθέναι τι Plat.считать что-л. добродетелью;
        ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. — в насмешку;
        ἀγγέλου μ. Aesch. — служба гонца;
        κατὰ τὸ Χειρισόφου μ. Xen.вместо (т.е. в качестве преемника) Хирисофа

        5) черед, смена
        

    (ἐπεὴ δὲ αὐτῆς μ. ἐγένετο Her.)

        ἐν (τῷ) μέρει Thuc., Plat., κατὰ μ. Thuc., ἀνὰ μ. Eur. и παρὰ μ. Arst. — по очереди, попеременно;
        καὴ ἐν τῷ μέρει καὴ παρὰ τὸ μ. Xen. — и в порядке очереди, и вне очереди

        6) воинская часть, подразделение, отряд Xen.
        

    ἐν τοῖς μέρεσι Aeschin. (находящиеся) на действительной военной службе

        7) pl. пределы, территория

    Древнегреческо-русский словарь > μερος

См. также в других словарях:

  • Matthew 27:55-56 — Andrea Mantegna s 1459 depiction of the women at the crucifixion. Matthew 27:55 56 are the fifty sixth and fifty seventh verses of the twenty seventh chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. The crucifixion and death of Jesus have… …   Wikipedia

  • δεκάπολις — Ομοσπονδία δέκα ελληνικών πόλεων της Παλαιστίνης στην ελληνορωμαϊκή εποχή, που ίδρυσε ο Πομπήιος το 64 63 π.Χ. Οι πόλεις αυτές, στις οποίες προστέθηκαν αργότερα και άλλες, υπήρξαν κέντρα του ελληνισμού στην Ασία. Αρχικά ήταν οι: Δαμασκός,… …   Dictionary of Greek

  • Matthew 4:25 — 1st century AD Palestine showing the areas mentioned in this verse Matthew 4:25 is the twenty fifth, and final, verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of a brief summary of and introduction… …   Wikipedia

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… …   Dictionary of Greek

  • Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο …   Dictionary of Greek

  • ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… …   Православная энциклопедия

  • Γαλιλαία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας, στο σημερινό βόρειο Ισραήλ. Ορίζεται στα Β από τον ποταμό Λιτάνι (τον αρχαίο Λιτά), στα Α από τον Ιορδάνη και τη λίμνη της Τιβεριάδας, στα Δ από την πεδιάδα της ακτής της Μεσογείου και στα Ν από μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»